θανατώνω

θανατώνω
(AM θανατῶ, -όω) [θάνατος]
1. επιφέρω σε κάποιον τον θάνατο, σκοτώνω (α. «παρά μικρόν δέν ἔλειψεν ἵνα μὲ θανατώσουν», Πρόδρ.
β. «τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα», Ηρόδ.)
2. καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω
3. μέσ. θανατώνομαι και θανατούμαι, -όομαι
πεθαίνω·||νεοελλ.
1. προκαλώ σε κάποιον βαθύτατη θλίψη («μέ θανάτωσες με τα λόγια σου»)
2. μέσ. αυτοκτονώ
μσν.
καταργώ, ματαιώνω
αρχ.
1. νεκρώνω («τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε», ΚΔ)
2. καταδικάζω σε θάνατο με δικαστική απόφαση («ἐθανατώθη ὑπό τῶν ἐν Σπάρτη τελῶν ὡς ἀπειθῶν», Ξεν.)
3. προκαλώ τον θάνατο («θανατοῦσα νόσος», Φίλ.)
4. (μτχ. παθ. αορ.) θανατωθείς, -εῖσα, -έν
ο σκοτωμένος
5. (μτχ. παρακμ.) οἱ τεθανατωμένοι
οι καταδικασμένοι σε θάνατο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θανατώνω — θανατώνω, θανάτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θανατώνω — θανάτωσα, θανατώθηκα, θανατωμένος 1. σκοτώνω: Θανάτωσαν όλα τα ζώα του δάσους. 2. προξενώ ανυπόφορο πόνο: Το χαλασμένο δόντι του τον θανάτωσε όλη τη νύχτα. 3. λυπώ πολύ κάποιον: Με θανάτωσαν τα πικρά του λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θανατώ — (I) θανατῶ, άω (Α) [θάνατος] 1. επιθυμώ να πεθάνω 2. είμαι ετοιμοθάνατος. (II) θανατῶ, έω (Μ) [θάνατος] προκαλώ τον θάνατο, θανατώνω. (III) (AM θανατῶ, όω) [θάνατος] βλ. θανατώνω …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • αθανάτωτος — η, ο [θανατώνω] 1. αυτός που δεν θανατώθηκε 2. που δεν πληγώθηκε από θανάτους δικών του ανθρώπων …   Dictionary of Greek

  • αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… …   Dictionary of Greek

  • ανασταυρώ — ἀνασταυρῶ ( όω) (Α) 1. ανασκολοπίζω, παλουκώνω 2. θανατώνω με σταύρωση, σταυρώνω …   Dictionary of Greek

  • αναχρώμαι — ἀναχρῶμαι ( άομαι) (Α) [χρώμαι] 1. δαπανώ, ξοδεύω 2. φονεύω, θανατώνω 3. (γενικά) καταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • αντιθανατώ — ἀντιθανατῶ ( άω) (Μ) θανατώνω κι εγώ …   Dictionary of Greek

  • απαγχονίζω — (AM ἀπαγχονίζω) θανατώνω κάποιον με αγχόνη, κρεμώ κάποιον από τον λαιμό με θηλειά αρχ. απαλλάσσω από την αγχόνη κάποιον, του λύνω τη θηλειά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”